- ἔνεσται
- ἐν-εἰμίsumfut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνέσται — ἐν εἰμί sum fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… … Dictionary of Greek
ένι — ἔνι (Μ) 1. (συντμ. τ. τών ἔνεστι, ἔνεισι, ἐνέσται) βλ. ένειμι 2. (αντί τού ἐστί, ἔνεστι, εἶναι) υπάρχει, είναι, βρίσκεται να είναι («οὐκ ἔνι δοῡλος οὐδὲ ἐλεύθερος», ΚΔ) … Dictionary of Greek
μελάγχιμος — μελάγχιμος, ον (Α) 1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θ.… … Dictionary of Greek
ἔνεστ' — ἔνεστι , ἐν εἰμί sum pres ind act 3rd sg ἔνεστε , ἐν εἰμί sum pres ind act 2nd pl ἔνεσται , ἐν εἰμί sum fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)